- προσυπογραφή
- η скрепление подписью (чего-л.); проставление подписи (на чём-л.)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
προσυπογραφή — η η πράξη του προσυπογράφω, πρόσθετη υπογραφή: Το συμβόλαιο χρειάζεται και την προσυπογραφή δύο μαρτύρων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προσυπογραφή — η, Ν η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού προσυπογράφω. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσυπογράφω. Η λ. μαρτυρείται από το 1816 στον Νικ. Παπαδόπουλο] … Dictionary of Greek